- περαιτερον
- περαίτερονadv. = περαιτέρω См. περαιτερω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
περαίτερον — περαίτερος beyond masc acc sg περαίτερος beyond neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίτερος — τέρα, ον, Α 1. αυτός που βρίσκεται πέρα από κάποιον, ο παραπέρα («ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι», Πίνδ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περαίτερον μτφ. καλύτερα («κεῑνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί… … Dictionary of Greek